- ηδονοβλεψίας
- ο(ψυχιατρ.) παθολογικό άτομο που ικανοποιείται σεξουαλικά κοιτάζοντας γυμνό σώμα ή παρακολουθώντας ερωτικές εκδηλώσεις ή τη γενετήσια πράξη απαρατήρητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο- (< ηδονή) + -βλεψίας < θ. βλεψ- (βλέπω) + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματ-ίας, εγκληματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.